μαλαθούνα

μαλαθούνα
η
πλεκτό καλάθι πλεγμένο από στελέχη σταχιών τού σταριού, βούρλων κ.ά. φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάθα + επίθημα -ούνα (πρβλ. καλαθ-ούνα, κουδ-ούνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”